Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adding /æd/ = NOUN: άθροιση; ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών; USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
advanced /ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος; USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη

GT GD C H L M O
affordable /əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός; USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
alongside /əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς; ADJECTIVE: πλευρισμένος; USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
altogether /ˌôltəˈgeT͟Hər/ = ADVERB: εντελώς, γενικά, κατά ολοκληρίαν; USER: εντελώς, συνολικά, τελείως, εξ ολοκλήρου, γενικά

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announced /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοίνωσε, ανήγγειλε, ανακοίνωσε την, ανακοινώθηκε, ανακοίνωσαν

GT GD C H L M O
announcement /əˈnaʊns.mənt/ = NOUN: ανακοίνωση, αγγελία, άγγελμα, αναγκελία; USER: ανακοίνωση, ανακοίνωσης, αναγγελία, την ανακοίνωση, ανακοίνωση της

GT GD C H L M O
announcing /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνοντας, αναγγέλλοντας, αναγγελία, ανακοινώνει, ανακοίνωσε

GT GD C H L M O
annualized /ˈanjʊəlʌɪzd/ = USER: σε ετήσια βάση, ετήσια βάση, ετήσια, ετησιοποιημένη, σε ετήσια

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
autonomous /ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος; USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα

GT GD C H L M O
avoidance /əˈvɔɪ.dəns/ = NOUN: αποφυγή; USER: αποφυγή, αποφυγής, φοροαποφυγής, την αποφυγή, φοροαποφυγή

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
batteries /ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα; USER: μπαταρίες, μπαταριών, στήλες, συσσωρευτές, ηλεκτρικές στήλες

GT GD C H L M O
battery /ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα; USER: μπαταρία, μπαταρίας, μπαταριών, της μπαταρίας, συσσωρευτή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
billion /ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο; USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ

GT GD C H L M O
block /blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία; VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκ, μπλοκάρουν, εμποδίσει, μπλοκάρει, εμποδίσουν

GT GD C H L M O
boost /buːst/ = NOUN: ώθηση, προαγωγή; VERB: καυχιέμαι, ανωθώ, προάγω; USER: ώθηση, ενίσχυση, ενισχύσει, την ενίσχυση, ενίσχυση της

GT GD C H L M O
brunet = ADJECTIVE: μελαχροινός; USER: μελαχροινός, brunet,

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calculated /ˈkalkyəˌlāt/ = VERB: υπολογίζω, λογαριάζω; USER: υπολογίζεται, υπολογίζονται, υπολογίστηκε, υπολογιστεί, που υπολογίζεται

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
champions /ˈtʃæm.pi.ən/ = NOUN: πρωταθλητής, υπερασπιστής, υπερμεγέθης; USER: πρωταθλητές, πρωταθλητών, Champions, Τσάμπιονς, πρωταθλήτρια

GT GD C H L M O
charge /tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία; VERB: φορτίζω; USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες

GT GD C H L M O
charging /tʃɑːdʒ/ = VERB: φορτίζω, χρεώνω, κατηγορώ, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, εφορμώ; USER: φόρτιση, φόρτισης, χρέωσης, χρέωση, τη φόρτιση

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
cloud /klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη; VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω; USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
combined /kəmˈbaɪn/ = VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω; USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδυάζονται, συνδυάζεται, συνδυαστούν

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
compared /kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω; USER: σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σύγκριση, σε σχέση, έναντι

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connectivity /ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
contribute /kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ; USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
converged /kənˈvɜːdʒd/ = VERB: συγκλίνω, συγκεντρούμαι; USER: συνέκλιναν, συγκλίνει, σύγκλιση, συγκλίνουν, συνέκλινε,

GT GD C H L M O
convergence /kənˈvɜːdʒ/ = NOUN: σύγκλιση; USER: σύγκλιση, σύγκλισης, τη σύγκλιση, σύγκλισης που, της σύγκλισης

GT GD C H L M O
cooperation /kəʊˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, συμβολή, συνεργία; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
covering /ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα; USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
deepening /ˈdiː.pən.ɪŋ/ = VERB: βαθύνω, βαθαίνω; USER: εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνση της, εμβάθυνσης, εμβάθυνση των

GT GD C H L M O
diagnostics = USER: διάγνωσης, διαγνωστικά, διάγνωση, διαγνωστικών, Diagnostics

GT GD C H L M O
double /ˈdʌb.l̩/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας; ADJECTIVE: διπλός, διπλάσιος; VERB: διπλασιάζω, διπλώνω; USER: διπλό, διπλασιαστεί, διπλασιάσει, διπλάσιο, διπλή

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
drivers /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγοί, οδηγών, τους οδηγούς, οδηγούς, οι οδηγοί

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
efficiency /ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα; USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας

GT GD C H L M O
efficient /ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος; USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
efforts /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electrification /ɪˌlek.trɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εξηλεκτρισμός; USER: εξηλεκτρισμός, ηλεκτροδότηση, ηλεκτροδότησης, ηλεκτροκίνησης, ηλεκτροδότηση των

GT GD C H L M O
electrified /ɪˈlek.trɪ.faɪ/ = VERB: ηλεκτρίζω, εξηλεκτρίζω; USER: ηλεκτροφόρα, ηλεκτροφόρο, ηλεκτροκίνησης, ηλεκτροδοτούμενες, ηλεκτρισμένη

GT GD C H L M O
emission /ɪˈmɪʃ.ən/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπή, εκπομπών, των εκπομπών, εκπομπής, εκπομπές

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enabled /ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
euro /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ

GT GD C H L M O
euros /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, ευρώ Περιοχή

GT GD C H L M O
ev = USER: ev, ΗΨ, ευ, ΗΕ, ηλεκτρονική ψηφοφορία,

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
exceed /ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω; USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
extend /ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
followed /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθείται, ακολουθούμενη, ακολουθούμενο, ακολουθούνται, ακολούθησε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forecast /ˈfɔː.kɑːst/ = NOUN: πρόγνωση, πρόβλεψη, παραγγελία, προαγγελία; VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης

GT GD C H L M O
forecasting /ˈfɔː.kɑːst/ = VERB: προβλέπω, προσχεδιάζω; USER: πρόβλεψης, πρόβλεψη, την πρόβλεψη, προβλέψεις, πρόγνωση

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
globally /ˈɡləʊ.bəl/ = USER: σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
hailing /hāl/ = VERB: ρίπτω, χαιρετίζω, καλώ, χαιρετώ, ζητωκραυγάζω; USER: χαιρετούν, καταγωγή, χαιρετίζοντας, με καταγωγή, που προέρχονται,

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
highway /ˈhaɪ.weɪ/ = NOUN: αυτοκινητόδρομος, εθνική οδός, πλατύς κύριος δρόμος; USER: αυτοκινητόδρομος, εθνική οδός, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, οδό

GT GD C H L M O
highways /ˈhaɪ.weɪ/ = NOUN: αυτοκινητόδρομος, εθνική οδός, πλατύς κύριος δρόμος; USER: αυτοκινητόδρομους, αυτοκινητόδρομοι, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητοδρόμους, λεωφόρους

GT GD C H L M O
homologation = USER: homologation, ομολογκασιόν, ομολογοποίησης, δικαιοχρήσεως, αναγνωρίσεως της ισοτιμίας

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
hybrid /ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς; USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική

GT GD C H L M O
hybrids /ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς; USER: υβρίδια, υβριδίων, τα υβρίδια, υβρίδιο, υβριδικά

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increased /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αυξημένη, αύξηση, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, αυξηθεί

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
incremental /ˌɪŋ.krəˈmen.təl/ = USER: οριακό, στοιχειωδών, στοιχειώδη, αυξητική, σταδιακή

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
intend /ɪnˈtend/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπεύω, προτίθεμαι, προτίθενται, προτίθεται, σκοπεύουν

GT GD C H L M O
intervention /ˌɪn.təˈviːn/ = NOUN: παρέμβαση, μεσολάβηση; USER: παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης

GT GD C H L M O
introduce /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
journey /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
launched /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
lift /lɪft/ = NOUN: ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, σήκωμα, βοήθεια, ύψωση, ανυψωτήρ, υψωτήρ; VERB: σηκώνω, ανυψώνω, ανυψώ; USER: ανύψωση, ανελκυστήρας, άρει, άρση, σηκώστε

GT GD C H L M O
mainstream /ˈmeɪn.striːm/ = USER: επικρατούσα τάση, ενσωμάτωση, γενικά, κύρια, γενική

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
mass /mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός; VERB: μαζεύω, συσσωρεύω; USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
methodology /ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μεθοδολογία που, τη μεθοδολογία, μέθοδος

GT GD C H L M O
mid /mɪd/ = ADJECTIVE: στα μέσα, μέσος, μεσαίος; USER: στα μέσα, μέσα, τα μέσα, μέσα του, τα μέσα του

GT GD C H L M O
mild /maɪld/ = ADJECTIVE: ήπιος, μαλακός, πράος, μειλίχιος, εύκρατος; USER: ήπιος, ήπια, ήπιο, ήπιες, ήπιας

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
minute /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: λεπτό; ADJECTIVE: μικροσκοπικός; USER: λεπτό, λεπτά, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτών, λεπτών

GT GD C H L M O
mobility /məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία; USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
nine /naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka; USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
objective /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; ADJECTIVE: αντικειμενικός, αμερόληπτος; USER: σκοπός, αντικειμενικός, αντικείμενο, στόχος, στόχο

GT GD C H L M O
occasional /əˈkeɪ.ʒən.əl/ = ADJECTIVE: τυχαίος, περιστατικός; USER: περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, έκτακτες

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
peer /pɪər/ = ADJECTIVE: ομότιμος, ίσος, ισάξιος, ευπατρίδης; VERB: κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, προβάλλω, φαίνομαι; USER: ομότιμων, ομοτίμους, από ομοτίμους, ομοτίμων, ομότιμους

GT GD C H L M O
penetration /ˌpen.ɪˈtreɪ.ʃən/ = NOUN: διείσδυση, εισχώρηση, διαπέραση, διαπεραστικότης, οξύτης; USER: διείσδυση, διείσδυσης, η διείσδυση, διείσδυση στην, διείσδυση του

GT GD C H L M O
per /pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά; USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα

GT GD C H L M O
period /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια; USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα

GT GD C H L M O
pioneer /ˌpaɪəˈnɪər/ = NOUN: πρωτοπόρος, σκαπανεύς; ADJECTIVE: πρωτοποριακός; VERB: πρωτοπορώ; USER: πρωτοπόρος, Pioneer, της Pioneer, πρωτοπόρο, πρωτοποριακό

GT GD C H L M O
plan /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο

GT GD C H L M O
planning /ˈplæn.ɪŋ/ = NOUN: σχεδίαση, σχεδίασμα; USER: σχεδιασμό, προγραμματισμό, τον προγραμματισμό, σχεδιασμού, σχεδιάζει

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
plug /plʌɡ/ = NOUN: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, έμβολο, στόμιο, στόμιο υδροσωλήνος; VERB: ταπώνω, βουλώνω; USER: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, plug

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
produced /prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
proportion /prəˈpɔː.ʃən/ = NOUN: ποσοστό, αναλογία; VERB: κανονίζω αναλογώς; USER: ποσοστό, αναλογία, μέρος, ποσοστού, ανάλογα

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provider /prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός; USER: προμηθευτής, πάροχος, παροχής, πάροχο, φορέα παροχής

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
pure /pjʊər/ = ADJECTIVE: καθαρός, αμιγής, αγνός, σκέτος, αμόλυντος, αμάλαγος; USER: καθαρός, αγνός, καθαρό, καθαρή, καθαρής

GT GD C H L M O
purpose /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού

GT GD C H L M O
pursue /pəˈsjuː/ = VERB: επιδιώκω, ακολουθώ, καταδιώκω; USER: επιδιώξουν, συνεχίσει, επιδιώκουν, ακολουθήσει, επιδιώκει

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
realize /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσουμε, να συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει

GT GD C H L M O
recovery /rɪˈkʌv.ər.i/ = NOUN: ανάκτηση, ανάρρωση, ανόρθωση; USER: ανάκτηση, ανάρρωση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης

GT GD C H L M O
relying /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: στηριζόμενη, επικαλούμενη, στηρίζονται, στηρίζεται, που θα στηρίζονται

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
remote /rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός; USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
revenues /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
ride /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει

GT GD C H L M O
rose /rəʊz/ = NOUN: τριαντάφυλλο, ρόδο, ρόζα, ροδόχρους; USER: τριαντάφυλλο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, αυξήθηκαν κατά

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
savings /ˈseɪ.vɪŋz ˌbæŋk/ = NOUN: οικονομίες, οικονομία; USER: οικονομίες, οικονομία, εξοικονόμηση, αποταμιεύσεις, αποταμίευσης

GT GD C H L M O
segment /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήμα, τομέα, τμήματος, τμημάτων, τμημάτων που

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
sets /set/ = NOUN: σκηνικά; USER: σύνολα, σετ, συνόλων, σειρές, ομάδες, ομάδες

GT GD C H L M O
seven /ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven; USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
sharing /ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά; USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται

GT GD C H L M O
sing /sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; NOUN: νόημα; USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
strategic /strəˈtiː.dʒɪk/ = USER: στρατηγική, στρατηγικών, στρατηγικά, στρατηγικού, στρατηγικό

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
synergies /ˈsinərjē/ = NOUN: συνεργία; USER: συνέργειες, συνέργιες, συνεργειών, συνεργιών, συνεργίες,

GT GD C H L M O
synergy /ˈsɪn.ə.dʒi/ = NOUN: συνεργία; USER: συνεργία, συνέργεια, συνέργειας, συνέργια, συνέργιας

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
taxis /ˈtæk.si/ = NOUN: ταξί, αγοραίο αυτοκίνητο; USER: ταξί, τα ταξί, taxis, ταξί που

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
volume /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση

GT GD C H L M O
volumes /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκους, όγκοι, όγκων, τόμους, ποσότητες

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
zero /ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό; USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού

273 words